τροκάνα

τροκάνα
η
1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί με περιστροφή, ροκάνα: Μας ξεκούφανε με την τροκάνα του.
2. βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροκάνα — η, Ν 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί κατά την περιστροφή του, ροκάνα 2. βαρύ κουδούνι τών προβάτων, αλλ. τροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τροκ] …   Dictionary of Greek

  • τροκάνι — και τρουκάνι, το, Ν [τροκάνα] βαρύ κουδούνι που κρεμούν στα πρόβατα …   Dictionary of Greek

  • τροκάνι — το βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”